μεσημεριάζω

μεσημεριάζω
(Μ μεσημεριάζω) [μεσημέρι]
(το γ' εν. ως απρόσ. κυρίως στον ενεστ. και τον αόρ.) μεσημεριάζει, μεσημέριασε
πλησιάζει μεσημέρι ή έφτασε μεσημέρι («μεσημέριασε κι ακόμη να μαγειρέψω»)
νεοελλ.
(ενεργ. και μέσ.) καθυστερώ και μέ βρίσκει το μεσημέρι, αργοπορώ («μεσημεριάσαμε [ή μεσημεριαστήκαμε] ώσπου να φτάσουμε στο χωριό»)
2. περνώ κάπου το μεσημέρι, αναπαύομαι τις μεσημβρινές ώρες («μαζί μεσημεριάζαμαν εις τής σπηλιάς τον ήσκιο», Κρυστ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεσημέριασμα — το [μεσημεριάζω] 1. ο ερχομός τού μεσημεριού 2. αργοπορία, καθυστέρηση 3. το να περνά κανείς κάπου το μεσημέρι …   Dictionary of Greek

  • ξεμεσημεριάζω — (ενεργ. και μέσ.) 1. περνώ το μεσημέρι με μια ασχολία («ξεμεσημεριάζομαι διαβάζοντας») 2. μέ βρίσκει το μεσημέρι χωρίς να έχω τελειώσει κάτι που άρχισα από το πρωί, αργοπορώ 3. κοιμάμαι κατά τη διάρκεια τού μεσημεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”